- νεότομον
- νεότομοςfresh-cutmasc/fem acc sgνεότομοςfresh-cutneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεότομος — νεότομος, ον (Α) 1. (για τη γη) αυτός που ανοίχθηκε πρόσφατα με τη βοήθεια αρότρου 2. (για χτύπημα) αυτό που καταφέρθηκε πρόσφατα 3. αυτός που κόπηκε πριν από λίγο, φρεσκοκομμένος («φέρομεν ἐξ ὄρεος ἕλικα νεότομον», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + … Dictionary of Greek